-
1 κρεμάννῡμι
κρεμάννῡμι u. κρεμαννύω, Arist. H. A. 9, 6 u. Sp., fut. κρεμάσω, att. κρεμῶ, gedehnt in κρεμόω, Il. 7, 83, κρεμῶμεν, Ar. Plut. 312, aor. ἐκρέμασα, pass. ἐκρεμάσϑην; – aufhängen, Etwas so befestigen, daß es schwebt, es herabhangen lassen; σειρὴν ἐξ οὐρανοῠ Il. 8, 19; als Weihgeschenk aufhängen, πρὸς ναόν 7, 83; κρεμαννύντες εἴδωλον ἄψυχον Plat. Legg. VIII, 830 b; ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερϑεν Pind. P. 4, 192; ἀπὸ κάλω καὶ ϑρανίου κρεμάσαντι σαυτόν Ar. Ran. 121; τῶν ὄρχεων κρεμῶμεν αὐτόν Plut. 312; οἱ κυνηγοὶ κρεμαννύουσιν ἐν ἀγγείῳ ἔκ τινος δένδρου τὴν κόπρον Arist. H. A. 9, 6; Sp., τούτων πολλοὺς ἐκρέμασεν, er ließ sie aufhängen, Plut. Alex. 59, κρεμᾶν αὐτοὺς ἠπείλησε Caes. 2. – Pass.; ἐκ τῶν ἀξόνων δακτύλιοι κρεμάννυνται Xen. equ. 10, 9, sie werden aufgehängt oder hangen an den Achsen; ὑπὸ Ἀλεξάνδρου κρεμασϑέντα Plut. Alex. 55; ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασϑείς Plat. Theaet. 175 d, schwebend. – Med. κρέμαμαι, opt. κρέμαιο Ar. Nub. 862, κρέμαιτο Ach. 944, aber κρέμοισϑε Vesp. 298, imperf. ἐκρέμω Il. 15, 18. 21, ich hange, schwebe, im eigtl. Sinne u. übertr.; μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται Pind. Ol. 6, 74, der Tadel hangt sich daran, droht; δόλιος αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 7, 14; ἀμφὶ φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Ol. 7, 25; κάτω κρέμανται Soph. frg. 382; κρεμάμενος Her. 2, 121. 5, 114; ἐξ ὧν κρεμαμένη πᾶσα ψυχὴ πολίτου Plat. Legg. VIII, 831 c; ἐπὶ τοῦ παττάλου Ar. Vesp. 808; ἐφ' ἵππων Xen. An. 3, 2, 19, αἱ μέλιτται ἐξ ἀλλήλων Arist. H. A. 9, 40; bes. auch = in Spannung, Erwartung, Furcht sein, Arist. rhet. 3, 14 u. Sp. – Dazu gehört der aor. κρεμάσασϑαι, Hippocr., den Hes. O. 627 mit dem accus. vrbdt, πηδάλιον δ' εὐεργὲς ὑπὲρ καπνοῠ κρεμάσασϑαι, für sich aufhängen; fut. κρεμήσομαι, Ar. Ach. 278 u. Sp. – Κρέμαται, = ὀκλάζει, Arat. Phaen. 65. – Vgl. auch κρημνάω u. κρήμνημι. – Adj. verb. κρεμαστός, s. unten.
-
2 κρεμάννυμι
κρεμ-άννῡμι, Pl.Lg. 830b, etc.; [suff] κρεμ-ύω, Arist.HA 612a10, Thphr.CP4.3.3; [full] κρεμάω, Arist.Mir. 831a8, Ael.NA5.3, etc.; [full] κρεμνάω, Demetr.Eloc. 216, Gp.4.15.15; [full] κρεμάζω, LXX Jb.26.7 (A v.l. κρεμνῶν): [tense] pres. part. [full] κρεμάντες Ath.1.25d: [tense] fut. κρεμάσω [ᾰ] Alc.Com.8, LXX Ge.40.19; [dialect] Att. κρεμῶ, ᾷς, ᾷ, Ar.Pl. 312 (lyr.); [dialect] Ep.κρεμόω Il.7.83
: [tense] aor. 1 , [dialect] Ep. and Lyr.κρέμασα Od.8.67
, Pi.P.4.192; [dialect] Dor. inf.κραμάσαι IG42(1).122.3
(Epid.); [tense] pf.κεκρέμᾰκα Corn.ND17
:—[voice] Med., [tense] aor. inf.κρεμάσασθαι Hes.Op. 629
, subj.ἐκ-κρεμάσωμαι AP5.91
(Rufin.):— [voice] Pass., [full] κρέμαμαι, Pi.P.5.34, Ar.Av. 1387 (alsoκρεμᾶται Anacreont. 16.17
); inf.κρέμασθαι Hp.VM10
, Acut.30, Antiph.74.4; subj.κρέμωμαι Hp.Art.70
, Arist.Rh. 1415a13; opt. , V. 298, Nu. 870: [tense] impf. ἐκρεμάμην, ω, ατο, Il.15.21, etc.: [tense] fut. κρεμήσομαι in pass. sense, Ar.Ach. 279, V. 808, PCair.Zen.202.9 (iii B. C.): [tense] aor.ἐκρεμάσθην Ar.Th. 1053
, etc.: [tense] pf. imper.κεκρεμάσθω Apollod. Poliorc.181.7
, v.l. in Archim.Quadr.13: [tense] plpf.κατα-κεκρέμαστο D.S. 18.26
. (Cf. κρημνός, Goth. hramjan 'crucify'):I hang up,σειρὴν.. ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες Il.8.19
;τόξον ἐκ πίτυος A.Fr. 251
;ἀπὸ κάλω κ. σαυτόν Ar.Ra. 122
; καὶ κρεμόω προτὶ νηόν will bring them to the temple and hang them up there as an offering, Il. 7.83;κ. τινὰ τῶν ὄρχεων Ar.Pl. 312
; κ. [τὰς ὗς] τῶν ὀπισθίων σκελῶν by the hind legs, Arist.HA 632a23; κρεμάσας τὸ νόημα, in allusion to Socrates in his basket, Ar.Nu. 229, cf. Alex.126.17; κρεμάσαι τὴν ἀσπίδα hang up one's shield, i.e. have done with war, Ar.Ach.58;τὴν πανοπλίαν Id.Av. 436
:—so in [voice] Med., πηδάλιον κρεμάσασθαι hang up one's rudder, i.e. give up the sea, Hes.Op. 629.II [voice] Pass., to be hung up, suspended, ὅτε τ' ἐκρέμω ([ per.] 2sg.[tense] impf.) ὑψόθεν when thou wert hanging, Il.15.18, cf. 21; ; to be hung up as a votive offering, Pi.P. 5.34, cf. Hdt.1.34, 66, etc.;τὰ σπλάγχνα οἱ δοκέει κρέμασθαι Hp.VM 10
;κάτω κρέμανται S.Fr. 431
;κρεμήσεται.. ἐπὶ τοῦ παττάλου Ar.V. 808
;κ. ἐφ' ἵππων X.An.3.2.19
;ἐκ ποδῶν κατωκάρα κ. Ar.Ach. 945
;αἱ μέλιτται κ. ἐξ ἀλλήλων Arist.HA 627b13
: metaph.,ἀμφὶ φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25
; μῶμος κρέματαί τινι censure hangs over him, ib.6.74;δόλιος αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κ. Id.I.8(7).14
; κρέμασθαι ἔκ τινος to be wholly taken up with a thing, Pl.Lg. 831c;ὁ ἐκ τοῦ σώματος κρεμάμενος X.Smp.8.19
.3 metaph., to be in suspense,ἵνα μὴ κρέμηται ἡ διάνοια Arist.Rh. 1415a13
; κ. [ὁλόγος] Gal. 18(2).754.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεμάννυμι
-
3 ἀναστέλλω
A send up, raise,νέφεα Arat.417
:—[voice] Med., gird or tuck up one's clothes,νεβρίδας ἀνεστείλαντο E.Ba. 696
;ἀναστέλλεσθ' ἄνω τὰ χιτώνια Ar.Ec. 268
: abs.,ἀναστειλαμένη Artem.4.44
:—[voice] Pass., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι with one's frock girt up, Plu.2.178c.II draw back, e.g. the flesh in a surgical operation, Hp.VC14; push back or up, τὰς ῥίζας [ τῶν ὄρχεων] Arist.HA 632a17:—[voice] Pass., to be turned up, of the foot, Hp.Mochl.24.3 repulse, check an assault, E.IT 1378, Th.6.70, X.An. 5.4.23: generally,οἱ ἄνεμοι ἀ. τὰ νέφη Arist.Pr. 943a35
, cf. Epicur. Ep.2p.51U.;φόβος ἀ. τινά Ael.NA5.54
: Medic., check a discharge, etc., Leonid. ap. Aët.16.40, cf. Sor.2.9:—[voice] Med., suppress one's inclinations, dissemble, Plb.9.22.9:—[voice] Pass., Th.3.98, Phld.Ir.p.82 W.: c. gen.,ἀ. τοῦ..
to be restrained from..,Ael.
NA8.10;ἀνεστάλησαν τὴν ὁρμήν VH6.14
.III in [voice] Med., renounce, refuse,ἀναστέλλεσθαι τροφήν Ael.NA11.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστέλλω
См. также в других словарях:
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ανορχιδία ή ανορχία — Έλλειψη του ενός ή και των δύο όρχεων, που οφείλεται σε απλασία των γεννητικών οργάνων. Η α. δεν πρέπει να συγχέεται με την κρυψορχία, που είναι αποτέλεσμα της κατακράτησης των όρχεων μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. Ο ευνουχισμός ή η… … Dictionary of Greek
αιματοκήλη — Συσσώρευση αίματος μέσα σε ένα μικρό μέρος του σώματος, στους ανθρώπους και στα ζώα. Η α. προκαλείται συνήθως από τραυματισμό του οσχέου ή από χρόνιες αιμορραγικές μολύνσεις των όρχεων. Διογκώνεται τότε το όσχεο των όρχεων και αιμορραγεί… … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek
σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… … Dictionary of Greek
Συμεωνίδης, Αλέξανδρος — Γιατρός, γιος του Κωνσταντίνου Συμεωνίδη (1909 1974). Γεννήθηκε στην Κομοτηνή, και σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Αφού τελείωσε τις σπουδές του, πήγε για μεταπτυχιακές στη Γερμανία, όπου έμεινε από το 1933 ως το 1938. Ο Σ. εργάστηκε στα… … Dictionary of Greek
ορχίτιδα — (Ιατρ.). Οξεία ή χρονία φλεγμονή του όρχεως, που συνήθως εμφανίζεται ως επιπλοκή της παρωτίτιδας. Προκαλείται επίσης από τραυματισμό, μόλυνση της ουρήθρας ή μόλυνση του αίματος. Η συφιλιδική ο. είναι σπάνια στη σύγχρονη εποχή. Η φυματίωση και η… … Dictionary of Greek
πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
αζωοσπερμία — η Ιατρ. η απουσία σπερμοτοζωαρίων στο εκσπερμάτισμα, ενώ υπάρχουν ανώριμες προβαθμίδες τους (σπερματοβλάστες). Οφείλεται σε απόφραξη τών σπερματικών σωληναρίων τών όρχεων από διάφορες αιτίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < azoospermia, νεολατιν. επιστημον. όρος,… … Dictionary of Greek
υδροκιρσοκήλη — η / ὑδροκιρσοκήλη, ΝΑ ιατρ. κιρσοκήλη με υδροκήλη, ανεύρυσμα τών αγγείων τών όρχεων και συλλογή υγρού σε τμήμα τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κιρσοκήλη] … Dictionary of Greek
αζούλιστος — και ιγος, η, ο [ζουλίζω] 1. αυτός που δεν ζουλίχτηκε, δεν συμπιέστηκε (αζούλιστη ντομάτα) ή δεν μπορεί να συμπιεστεί («κακό σπυρί, αζούλιστο») 2. αυτός που δεν κακοπάθησε σε συνωστισμό 3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει υποστεί σύνθλιψη τών όρχεων,… … Dictionary of Greek